- βόλους
- βόλοςthrow with a casting-netmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βόλος — βόλος, ο και σβόλος, ο και σβόλι, το 1. μικρή μάζα από χώμα ή από άλλη ύλη: Καθώς σκάβαμε, βγάζαμε μεγάλους βόλους από χώμα. 2. στον πληθ., βόλοι παιδικό παιχνίδι που παίζεται με γυάλινες ή πήλινες μπίλιες: Τα παιδιά παίζουν βόλους εδώ και αρκετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ALEAE lusus — cum ludo calculorum male a nonnullis confunditur, putantibus πεςςοὺς seu πεττοὺς Graecorum, Latinorum calculos esse. Calculorum enim lusus, idem cum Latruncuorum, apud Graecos Latinosque solis calculis peragebatur, nullis tesseris: quare Aleam… … Hofmann J. Lexicon universale
JACTI vel JACTONES — Gallis sunt calculi, quibus in putandis rationibus utuntur, iettons, voce e Tabulae ludo mutuatâ. Nempe cum iactus proprie vocari debuislet teslera, quod iaceretur. Ovid. de Arte Am. l. 2. v. 204. Tu male iactato, tu male iacta dato. Uti enim… … Hofmann J. Lexicon universale
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
μπίλια — η 1. μικρή σφαίρα από στερεό υλικό, σφαιρίδιο 2. η σφαίρα τού μπιλιάρδου 3. στον πληθ. οι μπίλιες παιδικό παιχνίδι που παίζεται με βόλους από γυαλί ή πηλό ή πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biglia < όψιμ. λατ. bilia «κορμός δέντρου»] … Dictionary of Greek
βολοδέρνω — ειρα, άρθηκα, βολοδαρμένος 1. σπάζω τους βόλους χωραφιού. 2. μτφ., ταλαιπωρώ, βασανίζω: Τον βολοδέρνει η φτώχεια. 3. ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Βολοδέρνω από τότε που έφυγα από το σπίτι των γονιών μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολοκοπώ — ησα, σπάζω τους βόλους χωραφιού, σβαρνίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολοκόπος — ο 1. εργάτης που σπάζει τους βόλους χωραφιού. 2. σβάρνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιουβαρλάκια — τα (λ. τουρκ.), είδος σούπας που περιέχει κιμά και ρύζι σε βόλους: Μαγειρεύω συχνά γιουβαρλάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντόβολα — τα 1. παιδικό παιχνίδι που παίζεται με πέντε βόλους. 2. οι πέντε βόλοι του παιχνιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)